- πάννος
- πάννος, ὁ, = Lat.A pannus, D.C.49.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάννος — ο / πάννος ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία τού τραχώματος 2. φρ. «αρθρικός πάννος» ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που … Dictionary of Greek
πάννους — πάννος pannus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
πανίον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… … Dictionary of Greek